- αλετρίδα
- (aletris). Γένος μικρών, πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των λιλιιδών, ιθαγενών της ανατολικής Ασίας και της Β Αμερικής. Τα φύλλα τους είναι λεπτά, λογχοειδή, όπως αυτά των αγρωστωδών, και σχηματίζουν ρόδακα. Έχουν άνθη μικρά σε σταχυόμορφο βότρυ και καρπό πολύσπερμο κάψα. Ευδοκιμούν σε υγρά και άγονα εδάφη. Το κυριότερο από τα 8 είδη του γένους είναι η α. η αλευρώδης. Περιέχει μια πικρή ουσία και το αφέψημα των ριζών της χρησιμοποιείται ως τονωτικό ή ορεκτικό, αλλά και κατά των ρευματισμών. Καλλιεργείται επίσης ως καλλωπιστικό για τα λευκά του άνθη.
Dictionary of Greek. 2013.