αλετρίδα

αλετρίδα
(aletris). Γένος μικρών, πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των λιλιιδών, ιθαγενών της ανατολικής Ασίας και της Β Αμερικής. Τα φύλλα τους είναι λεπτά, λογχοειδή, όπως αυτά των αγρωστωδών, και σχηματίζουν ρόδακα. Έχουν άνθη μικρά σε σταχυόμορφο βότρυ και καρπό πολύσπερμο κάψα. Ευδοκιμούν σε υγρά και άγονα εδάφη. Το κυριότερο από τα 8 είδη του γένους είναι η α. η αλευρώδης. Περιέχει μια πικρή ουσία και το αφέψημα των ριζών της χρησιμοποιείται ως τονωτικό ή ορεκτικό, αλλά και κατά των ρευματισμών. Καλλιεργείται επίσης ως καλλωπιστικό για τα λευκά του άνθη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀλετρίδα — ἀλετρίς female slave who grinds corn fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλέτρι — Βλ. λ. άροτρο. * * * το 1. γεωργικό εργαλείο για την καλλιέργεια τής γης, το άροτρο* 2. το μέρος τού αλετριού που αποτελεί τη βάση τού εργαλείου αυτού, στο άκρο τού οποίου εφαρμόζεται το υνί (αλετροπόδι) 3. αλέτρισμα, όργωμα 4. ο αστερισμός τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”